- εὐμιμήτως
- εὐμῑμήτως , εὐμίμητοςeasily imitatedadverbialεὐμῑμήτως , εὐμίμητοςeasily imitatedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμίμητος — εὐμίμητος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να μιμηθεί κάποιος εύκολα. επίρρ... εὐμιμήτως (ΑΜ) με σωστό μιμητικό τρόπο, με επιτυχημένη μίμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μιμητός (< μιμούμαι)] … Dictionary of Greek